Ο πλούτος της κασιώτικης μουσικής παράδοσης είναι εντυπωσιακά μεγάλος για το μέγεθος του νησιού. Το μουσικό ιδίωμα της Κάσου είναι το εξαιρετικό αποτέλεσμα της σύνθεσης επιρροών από την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, την αρχαιότητα και τη Δύση, καθώς το νησί υπήρξε σημαντικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου.

Τα όργανα που χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους μουσικούς είναι κυρίως η Δωδεκανησιακή λύρα και το λαούτο, όμως τα τραγούδια είναι τελείως ιδιαίτερα. Οι σκοποί, όπως τους ονομάζουν οι κασιώτες, είναι λυρικοί στη μελωδία και λιτοί στη δομή, αποφεύγοντας τη ροπή προς την επίδειξη δεξιοτεχνίας, χωρίς πάντως αυτή να λείπει. Πολλοί κασιώτες είναι διακεκριμένοι λαϊκοί δεξιοτέχνες, γεγονός που μπορεί κανείς να διαπιστώσει κάθε Σεπτέμβριο στη διεθνή συνάντηση λύρας και οργάνων με δοξάρι, που διοργανώνεται στο νησί.

Η μουσική παίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή του κασιώτη. Είναι σύντροφος σε όλες τις μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας, στις χαρές και στα γλέντια αλλά και στον πόνο και στην απώλεια. Η μαντινάδα είναι ακόμα ολοζώντανη και περιγράφει με έμμετρο, και συχνά σκωπτικό τρόπο, όλα τα γεγονότα της κοινωνικής ζωής του νησιού.

Ο ίδιος ο Μανώλης Καλομοίρης θα παρατηρήσει την έμφυτη κλίση του κασιώτη στη μουσική «Καταδεικνύεται όθεν, ότι οι Κάσιοι πάσης τάξεως και ηλικίας κατεγίνοντο πολύ εις την Μουσικήν δια την οποίαν φαίνεται είχον και ιδιαίτερον τάλαντον. Εις τας πολλάς του ασχολίας ο Κάσιος δεν ελησμονεί την λύραν του, αλλ’ απ’ εναντίας επάνω εις τα χορδάς της εύρισκε την ανακούφισιν του».

Αν αναζητά κανείς έναν τόπο που την ίδια στιγμή να διατηρεί ακέραιες τόσο τις πανάρχαιες τοπικές ιδιαιτερότητες όσο και τις αφομοιωμένες με θαυμαστή ισορροποία πολυποίκιλες εξωτερικές επιρροές, στο νησί της Κάσου, η μουσική και η ποιητική τους παράδοση, χωρίς να είναι το μόνο, είναι ένα σπάνιο αλλά σίγουρα αντιπροσωπευτικό δείγμα στο οποίο θα μπορούσε να τον οδηγήσει αυτή η αναζήτηση. Κι αν τούτο μοιάζει με υπερβολή, ας σκύψουμε για του λόγου το αληθές πάνω στις γραφές και μάλιστα τις παλαιότερες:

Το 1928 η Δωδεκανησιακή παροικία της Αιγύπτου κυκλοφορεί στο Πορτ-Σάιντ τον πρώτο (και τελευταίο δυστυχώς…) τόμο της Δωδεκανησιακής Λύρας. Πρόκειται για μια μνημειώδη προσπάθεια καταγραφής των μουσικών σκοπών και της ποιητικής παράδοσης της Κάσου. Αναφέρεται ότι στο νησί παίζονταν τότε περισσότερες από 63 διαφορετικές μελωδίες!

Το σπάνιο αυτό βιβλίο, το οποίο επιμελήθηκε ο σημαντικός (για κάθε πτυχή δωδεκανησιακού προβλήματος) Κάσιος Νικόλαος Γ. Μαυρής, ολοκληρώνεται χάρη στη βοήθεια του Ε. Παπαδόπουλου, διευθυντή σε σχολεία της παροικίας, αλλά και τη συμβολή του μεγάλου Έλληνα μουσικού της εποχής Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι σε περιοδεία του στην Κρήτη για τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού οι Κρήτες μουσικοί του έλεγαν ότι «εξ όλων των νησιωτών μόνον τους Κάσιους ελάμβανον υπ’ όψιν και εσέβοντο εις την τέχνην της Μουσικής». Να σκεφθεί κανείς ότι αναφερόμαστε σε ένα νησί απομονωμένο, με 5 ολιγάριθμα σε πληθυσμό χωριουδάκια που βρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα των μόλις 66 άγονων τετραγωνικών χιλιομέτρων του…

Είναι τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός του Καλομοίρη ώστε όχι μόνο επιμελείται και δίνει τα φώτα του στη μουσική καταγραφή πολλών σκοπών, αλλά ξεκινά μια ολόκληρη σειρά διαλέξεων και συναυλιών στην Αλεξάνδρεια, το Σουέζ, την Ισμαηλία και λίγο αργότερα την Αθήνα, με σκοπό να γνωρίσει το ευρύτερο κοινό τη μουσική της Κάσου και της Δωδεκανήσου, τονίζοντας μάλιστα ότι «…ο Έλλην συνθέτης του μέλλοντος δεν έχει παρά να σκύψη για να πιή το Αθάνατο νερό της ποικιλόμορφης αλλά μιας και αδιαίρετης Ελληνικής μουσικής». Κι ακόμη ότι οι μελωδίες αυτές έχουν «…όλο το θυμάρι των βουνών της Ελλάδος και όλη την άρμη της Ελληνικής θάλασσας».